καταπνίγοντας

καταπνίγοντας
καταπνί̱γοντας , κατά-πνίγω
choke
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αλ Μουτάσιμ — (; – 844 μ.Χ.). Όγδοος χαλίφης της δυναστείας των Αββασιδών. Διαδέχτηκε τον αδελφό του Αλ Μαμούν το 836 μ.Χ. Κατάφερε να επικρατήσει καταπνίγοντας στο αίμα διάφορες ταραχές που συγκλόνισαν τότε το αραβικό κράτος. Κυριότερος αντίπαλός του, στην… …   Dictionary of Greek

  • Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… …   Dictionary of Greek

  • Γρίβας, Θεοδωράκης — (Πρέβεζα 1797 – Μεσολόγγι 1862). Ο πολυκύμαντος βίος του καλύπτει μία πολεμική δράση σε ολόκληρη την περίοδο των αγώνων της ανεξαρτησίας, ενώ η ανάμειξή του στα μετεπαναστατικά κινήματα ήταν πρωταγωνιστική, είτε καταπνίγοντάς τα (π.χ. εξέγερση… …   Dictionary of Greek

  • συνθηκολογώ — συνθηκολόγησα 1. θέτω τέρμα σε διαμάχη, συνάπτω συνθήκη: Μετά τη συντριβή τους αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. 2. «Συνθηκολογώ με τη συνείδησή μου», συμπεριφέρομαι ανήθικα καταπνίγοντας τη φωνή της συνείδησής μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”